- ταβάνωμα
- το настилание потолка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταβάνωμα — το και νταβάνωμα, το επένδυση της οροφής με ταβανοσάνιδα (βλ. λ.) ή με σουβά: Δύσκολη δουλειά το ταβάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταβάνωμα — και νταβάνωμα, το, Ν [ταβανώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταβανώνω … Dictionary of Greek
νταβάνωμα — το βλ. ταβάνωμα … Dictionary of Greek
ορόφωση — η (ΑΜ ὀρόφωσις) [οροφώ] κατασκευή οροφής, στέγασμα, ταβάνωμα αρχ. κατασκευή θόλων … Dictionary of Greek